Panagiotis Mountouris

Πένθη Νηπενθή: Η διεργασία του πένθους στην COVID εποχή

Το θέμα της απώλειας και η διεργασία του πένθους είναι μια οικουμενική τραυματική
εμπειρία. Ο καθένας, σε κάποια φάση της ζωής του, θα έρθει αντιμέτωπος με τη
συντριπτική απώλεια, τον κατακλυσμιαίο χαμό και  το σφοδρό πένθος από τον
αμετάκλητο αποχωρισμό του αγαπημένου προσώπου. Και ακριβώς για τον λόγο ότι το
πένθος αποτελεί μια πανανθρώπινη σπαρακτική εμπειρία δεν μπορούμε να το
προσεγγίζουμε ως νόσο και θα πρέπει να αποφεύγεται η  ψυχιατρικοποίησή του.
Μέσα από τη λειτουργιά του πένθους, με τις ψυχικές διεργασίες και τα ταφικά έθιμα,
κινητοποιούνται μνήμες από τον δεσμό με το αντικείμενο της απώλειας ενώ
παράλληλα και βαθμιαία λειτουργεί η διαδικασία αποεπένδυσης από το απολεσθέν
πρόσωπο και η σταδιακή επανεπένδυση σε νέους δεσμούς, σε νέες καταστάσεις και
συνθήκες που επιφέρουν στον πενθούντα ρεαλιστικούς στόχους και ικανοποιήσεις.
Αυτή η διαδικασία αφορά ένα πολύ προσωπικό βίωμα, επηρεάζεται από
ενδοψυχικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς παράγοντες και κάθε προσπάθεια να
χαρτογραφηθεί και να ενταχθεί σε μια θεωρία θα παραμένει πάντα ελλιπής.
Το πένθος ενδημεί στον εσωτερικό ψυχικό κόσμο του πενθούντα και πλημμυρίζει το
υποκείμενο με κατακλυσμικούς κλαυθμούς, αβίωτη θλίψη και ανείπωτο θυμό. Η
άρνηση της πραγματικότητας είναι από τους πρώτους μηχανισμούς που επιστρατεύει ο
ψυχισμός για να διαχειριστεί τη θρηνωδία.  Ο πενθών στην προσπάθειά του να
αντιμετωπίσει το τετελεσμένο επιθυμεί και επιδιώκει την επανένωση με το πρόσωπο
που απώλεσε. Βαθμιαία η αναπαράσταση του απολεσθέντος αντικειμένου
τροποποιείται, ευχάριστες αναμνήσεις συνυπάρχουν με δυσάρεστες εμπειρίες, η
αγάπη παραχωρεί χώρο στον θυμό, στοιχεία εξιδανίκευσης μπορούν να συμβιώνουν
με σύμπνοια μαζί με στοιχεία υποτίμησης για το άτομο που έφυγε και αυτή η
συνύπαρξη της αμφιθυμίας επιτρέπει στον πενθούντα να μην επιδιώκει σθεναρά την
επανένωση με τον νεκρό, αλλά τη σταδιακή επένδυση σε νέα πρόσωπα, σε κάτι
καινούργιο που πρέπει να επενδυθεί από την αρχή. Με άλλα λόγια ο πενθών αποσύρει
όλη του την ενέργεια από το απολεσθέν αντικείμενο και τη διοχετεύει σε μια νέα
σχέση. Αυτή η αναπαράσταση του απολεσθέντος αντικειμένου, αλλά και η
αναπαράσταση του δεσμού με αυτό, εσωτερικεύεται σαν μια ψυχική εικόνα, σαν ένα
αντίγραφο μιας ψυχικής φωτογραφίας στην οποία το άτομο που πενθεί μπορεί ανά
πάσα στιγμή να ανατρέξει, να ανακαλέσει μνήμες και εμπειρίες χωρίς πλέον να
προκαλούνται ψυχικές αναταράξεις στον εσωτερικό του κόσμο.
Το τραύμα που νοτίζει τον ψυχισμό του πενθούντα δεν επιλύεται ποτέ οριστικά.
Άλλωστε  ο δεσμός με το νεκρό αντικείμενο συνεχίζει και υπάρχει στον εσωτερικό
κόσμο ως αναπαράσταση υπενθυμίζοντας συνέχεια την απουσία του, υπενθυμίζοντας
συνέχεια ότι η ζωή συνεχίζεται χωρίς αυτόν. Η διεργασία του πένθους όμως οδηγεί σε
μια αέναη ψυχική επεξεργασία στην οποία γίνεται ανεκτή, στον βαθμό που αυτό είναι
εφικτό, η αρχή της πραγματικότητας. Γίνεται δυνατή η προσαρμογή του πενθούντα στο
περιβάλλον από το οποίο απουσιάζει οριστικά ο αγαπημένος άλλος. Όπως γλαφυρά
και ανεπαίσθητα είχε πει μία γυναίκα στη συνεδρία της «το πιο δύσκολο πράγμα στην
απώλεια είναι το χωρίς, ότι πρέπει να μάθω να ζω χωρίς εκείνον».

To 1917 o S. Freud στο «Πένθος και Μελαγχολία» (Mourning and Melancholia, London,
Hogarth Press) στοχάζεται πάνω στη διεργασία του πένθους, στην αλγεινή
προσπάθεια  του πενθούντα να αποσύρει τις συναισθηματικές του επενδύσεις από το
απολεσθέν πρόσωπο και να τις επενδύσει, να τις διοχετεύσει σε έναν νέο πραγματικό
δεσμό. Ο Freud θέτει ερωτήματα και υποθέσεις για εκείνες τις περιπτώσεις όπου η
ωδή του αποχωρισμού δεσπόζει στον εσωτερικό κόσμο του πενθούντα κατατρώγοντάς
τον με το αβυσσαλέο αίσθημα της κατάθλιψης.
Σε αυτές τις περιπτώσεις το χαμένο πρόσωπο επανεγκαθίσταται μέσα στον ψυχισμό
του πενθούντα, τίθεται σε λειτουργία ο μηχανισμός της ενσωμάτωσης αντί της
ενδοβολής, και η σκιά του νεκρού σκεπάζει το εγώ του πενθούντα σαν κράτος εν
κράτει,  επιφέροντας μια ψυχική συρρίκνωση και συναισθηματική πτώχευση δίχως να
αφήνει κανένα περιθώριο για ελευθερία και επένδυση προς έναν νέο ζωντανό δεσμό.
Ο Freud σκύβοντας πάνω στην προβληματική της κατάθλιψης διατυπώνει την υπόθεση
ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το απολεσθέν πρόσωπο, όσο ήταν εν ζωή, λειτουργούσε
μεταξύ άλλων και  ως καθρέφτης για το άτομο που τώρα πενθεί. Το χαμένο πρόσωπο
σαν να αντιπροσωπεύει ένα κομμάτι του ψυχισμού και της ταυτότητας του πενθούντα
και για να μην χαθεί αυτό το πρόσωπο ο πενθών το περικλείει μέσα του σαν ένα
εσωτερικό ψυχικό κενοτάφιο. Το ερώτημα που εγείρεται από τη θεωρία του Freud
είναι όχι μόνο ποιον θρηνούμε στην απώλεια αλλά τι θρηνούμε. Μια γυναίκα μιλώντας
για τον θάνατο του πατέρα της  αναφέρει «δεν έχασα μόνο τον πατέρα μου,
πεθαίνοντας πήρε μαζί του και ένα κομμάτι του εαυτού μου».
Έχοντας ως σύμμαχό μας την ψυχαναλυτική θεωρία για τη διεργασία του πένθους και
όντες σε μια πρωτόγνωρη και ακραία συνθήκη αυτής της πανδημίας, συνθήκη που
επιβάλλει – για τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας- την απόλυτη μοναξιά, την
αποξένωση και την απομόνωση δημιουργούνται υποθέσεις για τις ψυχικές επιπτώσεις
σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο της τέλεσης του πένθους.  Στην κλινική μας δουλειά
γίναμε μάρτυρες ανθρώπων που για λόγους υγειονομικής  ασφάλειας δεν μπόρεσαν να
δουν τους νεκρούς τους, δεν μπόρεσαν να παραβρεθούν στον αποχαιρετισμό δικών
τους ανθρώπων ή βιώσαμε προσωπικές θρηνωδίες που η απόσταση και η απαγόρευση
των ταφικών παραδόσεων δεν μας επέτρεψε να υπάρχει ένας ακροατής στους
συνεχιζόμενους θρήνους. Άλλωστε τα έθιμα ταφής με τους θρησκευτικούς και
πολιτιστικούς συμβολισμούς αποτελούν μια ψυχική συνομιλία μεταξύ των ζωντανών,
ενισχύοντας την ενόρμηση της ζωής που απειλήθηκε από τον πρόσφατο θάνατο.